Σε αυτή τη σελίδα: booster shot, booster
Ο όρος 'booster shot' παραπέμπει στον όρο 'booster'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'booster shot' is cross-referenced with 'booster'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
booster shot n informal (follow-up injection)αναμνηστική δόση επίθ + ουσ θηλ
  αναμνηστική δόση εμβολίου φρ ως ουσ θηλ
 Children need a booster shot at two-year intervals.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
booster n (electricity: to increase current)ενισχυτής τάσης φρ ως ουσ αρσ
 We need a booster to increase the voltage going to the garage.
 Χρειαζόμαστε έναν ενισχυτή τάσης για να αυξήσουμε τα βολτ που πάνε στο γκαράζ.
booster n (radio: to strengthen signal)ενισχυτής κεραίας φρ ως ουσ αρσ
 A booster on top of the mountain improved radio reception.
 Ένας ενισχυτής κεραίας στην κορυφή του βουνού καλυτέρεψε τη λήψη σήματος.
booster n (medicine: additional dose of vaccine) (εμβόλιο)ενισχυτική δόση, αναμνηστική δόση επίθ + ουσ θηλ
 Adults should get a tetanus booster every ten years.
 Οι ενήλικες πρέπει να κάνουν ενισχυτική δόση για τον τέτανο κάθε δέκα χρόνια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
booster n (supporter of a cause)υποστηρικτής, υποστηρίκτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 This congresswoman is a prominent booster of the anti-drugs campaign.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
booster | booster shot
ΑγγλικάΕλληνικά
booster rocket n (increases thrust)κινητήρας προώθησης φρ ως ουσ αρσ
booster seat n (child's seat at a table)παιδικό κάθισμα για καρέκλα περίφρ
 A booster seat increases the sitting height of a child.
booster seat n (child's car seat)παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου περίφρ
 Ray installed a booster seat in the car for his four-year-old son.
confidence booster n ([sth] that makes [sb] more confident)κτ που δίνει αυτοπεποίθηση περίφρ
energy booster n ([sth] that invigorates)κτ που δίνει ενέργεια, κτ που αναζωογονεί περίφρ
morale booster n ([sth] that makes [sb] more enthusiastic)που μου ανεβάζει το ηθικό περίφρ
  που με ανεβάζει περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση booster shot στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «booster shot».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!